ζούπισμα — το, ατος πίεση, πάτημα: Από το ζούπισμα χάλασε η βαλίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζούπισμα — το [ζουπίζω] συμπίεση, σύνθλιψη, ζούληγμα, πατήκωμα … Dictionary of Greek